τσάμπουρο

τσάμπουρο
και τσαμπούρι και τσαμπίρι, το, Ν [τσαμπί]
1. ο σκελετός τού βότρυος, το κοτσάνι τού τσαμπιού
2. φρ. «εσύ το σταφύλι και εγώ το τσάμπουρο» — λέγεται σε κάποιον, όταν αυτός προσπαθεί να σφετεριστεί τα κέρδη κοινής επιχείρησης.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • τσάμπουρο — το ο σκελετός σταφυλιού χωρίς ρώγες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κρασί — Ποτό που παράγεται από την ολική ή μερική αλκοολική ζύμωση του μούστου (γλεύκους) των νωπών σταφυλιών. Από χημική άποψη, το κ. είναι ένα μείγμα από 85 90% νερό, 5 14% αιθυλική αλκοόλη (οινόπνευμα) και από άλλες ουσίες, που προσδίδουν τα… …   Dictionary of Greek

  • βότρυχος — βότρυχος, ο (Α) 1. το ξυλώδες μέρος του σταφυλιού, το τσάμπουρο 2. ο βόστρυχος. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. βότρυχος προήλθε από συμφυρμό των λέξεων βότρυς και βόστρυχος (πρβλ. και βοστρύχιον)] …   Dictionary of Greek

  • τσίγκανο — το, Ν τσάμπουρο …   Dictionary of Greek

  • τσαμπίρι — το, Ν βλ. τσάμπουρο …   Dictionary of Greek

  • τσαμπούρι — το, Ν βλ. τσάμπουρο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”